- παλίρροιβδος
- πᾰλίρ-ροιβδος, ον,A dashing back with a roar, Opp. H.5.220 (v.l. [suff] πᾰλίρ-ροιζος).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παλίρροιβδος — παλίρροιβδος, ον (Α) αυτός που ορμά προς τα πίσω με μεγάλη βοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῥοῖβδος «θορυβώδης κίνηση»] … Dictionary of Greek
παλιρροίβδοισι — παλίρροιβδος dashing back with a roar masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek